Πυργοῖ — Πυργώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοῖ — πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres opt act 3rd sg πυργόω gird pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοί — πυργόω gird pres subj mp 2nd sg πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύργοι — Πύργος tower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργοι — πύργος tower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύργοι Θερμής — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (2 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek